Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μάκω — η η μάμμη, η γιαγιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. maiko, κλητ. τού maika «μάννα»] … Dictionary of Greek